αποπέφτω

αποπέφτω
(Μ ἀποπέφτω)
νεοελλ.
1. καταπέφτω, εξασθενώ τελείως
2. πέφτω σε κακά χέρια
μσν.
πέφτω με ορμή πάνω σε κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”